ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

bűnöző σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
bűnöző

εγκληματίας

εγκληματικός

ο εγκληματίας

ποινικός

Το ιστορικό σας