ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

bőg σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
bőg

μουγκανίζω

μουγκρίζω

μουκανίζω

μυκώμαι

bőgő

κοντραμπάσο

kisbőgő

βιολοντσέλο

τσέλο

nagybőgő

διπλό μπάσο

κοντραμπάσο

Nagybőgő

Κοντραμπάσο

Το ιστορικό σας