ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

bútor σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
bútor

έπιπλα◼◼◼

επίπλωση◼◼◻

έπιπλο◼◻◻

είδη επιπλώσεων

bútordarab

έπιπλα◼◼◼

έπιπλο

bútorfényező

βερνίκι επίπλων

bútoripar

βιομηχανία ειδών επίπλωσης (επίπλων)

Bútorok

Έπιπλα

bútorozott

επιπλωμένος (-η-ο)

bútorozott vagy bútorozatlan szállást keres?

ψάχνετε για επιπλωμένη ή ανεπίπλωτη κατοικία;

bútorasztalos

επιπλοποιός◼◼◼

Το ιστορικό σας