ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

bíz σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
megbízott

εργολάβος◼◻◻

πληρεξούσιος

εναλλακτικός

megbízott vezetés

κατ' ανάθεση διαχείριση

megbízás

ανάθεση◼◼◼

χρέωση◼◼◻

ευθύνη◼◼◻

κατηγορία◼◼◻

επιμέλεια

επιφόρτιση

nem bízok az emberekben

δεν έχω εμπιστοσύνη στους ανθρώπους ελπίζω (-σω)

bíz

ευθύνη◼◼◼

αποκεντρώνω

önre bízom

θα το αφήσω πάνω σας

12

Το ιστορικό σας