ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

bánya σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
bánya

ορυχείο (orycheio)◼◼◼

μεταλλείο (metalleio)

ναρκοθετώ

ορυχείο/μεταλλείο/νάρκη

το μεταλλείο, το ορυχείο

bányaakna

φρέαρ◼◼◼

bányafeltöltés

πλήρωση ορυχείου (μεταλλείου)

bányaipar

εξορυκτική βιομηχανία

bányaterület helyreállítása

αποκατάσταση χώρου εξόρυξης

bányatörvény

νόμος (νομοθεσία) περί εξόρυξης

aranybánya

χρυσωρυχείο◼◼◼

kavicsbánya

σκυρωρυχείο

bánya

λατομείο◼◼◼

νταμάρι

szénbánya

ανθρακωρυχείο◼◼◼

bánya

αλατωρυχείο◼◼◼

Το ιστορικό σας