ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

arc σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
harcmező

πεδίο μάχης

harcművészet

πολεμικές τέχνες◼◼◼

harcművészetek

πολεμικές τέχνες

harcol

αγώνας

αγωνίζομαι

μάχομαι

παλεύω

πάλη (páli)

πολεμώ

harcos

μαχητής◼◼◼

πολεμιστής

harcsa

γουλιανός◼◼◼

γατόψαρο◼◼◼

hierarchia

ιεραρχία◼◼◼

hierarchikus

ιεραρχικός◼◼◼

Jeanne d’Arc

Ιωάννα της Λωραίνης

karcinogén

καρκινογόνος◼◼◼

karcol

αμυχή

γδάρσιμο

γρατζουνιά

γρατσουνιά

ξύνω

karcolás

αμυχή◼◼◼

εκδορά◼◼◼

karc

αδύνατος

κοκαλιάρης

λεπτοκαμωμένος

λιγνός

λυγερός (-ή-ό)

ραδινός

katódsugárc

καθοδικός σωλήνας◼◼◼

kudarc

αποτυχία◼◼◼

ήττα

Kvarc

Χαλαζίας◼◼◼

kvarc

χαλαζίας◼◼◼

Marc Chagall

Μαρκ Σαγκάλ

Marcel Duchamp

Μαρσέλ Ντυσάν

Marcel Marceau

Μαρσέλ Μαρσώ

marcipán

αμυγδαλόπαστα◼◼◼

március

Μάρτιος◼◼◼

1234

Το ιστορικό σας