ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

antik σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
antik

αντίκα

αρχαίος

αρχαίος (-α-ο)

παλιός

παρωχημένος

Antikrisztus

Αντίχριστος

antikvitás

αρχαιότητα

gigantikus

πελώριος

Romantika

Ρομαντισμός

romantikus

ρομαντικός

szemantika

σημασιολογία◼◼◼

Szemantika

Σημασιολογία◼◼◼

Το ιστορικό σας