ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

αρχαίος σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
αρχαίος

antik

idős

korábbi

régi

vén

ókori

öreg

ősi

ősrégi

αρχαίος (-α-ο)

antik

ókori