ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

alter σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
alter

άλλος

alternatív

επιλογή◼◼◼

εναλλακτικός◼◼◼

εναλλαγή◼◻◻

υπόγεια

alternatív anyag

εναλλακτικό υλικό◼◼◼

Alternatív gyógymód

Εναλλακτική ιατρική

alternatív technológia

εναλλακτική τεχνολογία

alternatíva

επιλογή◼◼◼

εναλλακτικός◼◻◻

διέξοδος◼◻◻

εναλλαγή

asztalterítő

το τραπεζομάντιλο

τραπεζομάντηλο

τραπεζομάντιλο

malter

γουδί

κονίαμα

όλμος

Walter Gropius

Βάλτερ Γκρόπιους

Walter Scott

Γουόλτερ Σκοτ

Το ιστορικό σας