ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

alapít σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
alapít

υποκατάστημα◼◼◼

παράρτημα◼◼◻

θεμελιώνω

ιδρύω (-σω)

καθιερώνω

συστήνω

alapítvány

ίδρυμα◼◼◼

σύσταση◼◼◻

βάση◼◻◻

ίδρυση◼◻◻

θεμέλιο

φον ντε τεν

alapítás

σύσταση◼◼◼

ίδρυση◼◼◻

ίδρυμα◼◻◻

alapító

ιδρυτής◼◼◼

θεμελιωτής

megalapít

θεμελιώνω

megalapítás

ίδρυση◼◼◼

καθεστώς◼◻◻

ίδρυμα◼◻◻