ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

adalék σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
adalék

πρόσθετο◼◼◼

προσθήκη◼◼◼

συμβολή◼◻◻

συνεισφορά◼◻◻

adalékanyag

πρόσθετο◼◼◼

adalékanyagok

τα πρόσθετα◼◼◼

élelmiszer-adalékanyag

πρόσθετο τροφίμων (στα τρόφιμα)

üzemanyag adalék

πρόσθετο καυσίμου

Το ιστορικό σας