ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

üledék σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
üledék

ίζημα◼◼◼

ίζημα/προσχωματικό υλικό

προσχωματικό υλικό

üledékes kőzet

ιζηματογενές πέτρωμα◼◼◼

Üledékes kőzetek

Ιζηματογενές πέτρωμα

üledékképződés

ιζηματαπόθεση

ιζηματογένεση

ιζηματογένεση/ιζηματαπόθεση [γεωλογικός όρος]

üledékképződés (földtan)

ιζηματαπόθεση

ιζηματογένεση

ιζηματογένεση/ιζηματαπόθεση [γεωλογικός όρος]

üledéktan

ιζηματολογία

szedimentológia/üledéktan

ιζηματολογία

sár/iszap (üledék)

ιλύς

Το ιστορικό σας