ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

úszik σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
úszik

κολύμβηση◼◼◼

επιπλέω

κολυμπάω

κολυμπάω (kolympáo)

κολυμπώ

μπάνιο

csúszik

ολίσθηση◼◼◼

γλιστρώ (-άω, -ήσω)

εκφυλίζομαι

ολισθαίνω

τσουλήθρα

elcsúszik

γλιστρώ (-άω, -ήσω)

kúszik

wriggle

έρπω

Το ιστορικό σας