ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

újs σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
újs

καινός

újszülött

νεογνό◼◼◼

νεογέννητος

újság

εφημερίδα◼◼◼

εφημερίδα (efimerída)◼◼◼

újság, napilap

εφημερίδα (η)

újságcikk

άρθρο◼◼◼

άρθρο (árthro)◼◼◼

δημοσίευμα◼◼◻

újságosbódé

περίπτερο

újságírás

δημοσιογραφία◼◼◼

δημοσιογραφία (dimosiografía)◼◼◼

újságíró

δημοσιογράφος◼◼◼

Új-Skócia

Νέα Σκωτία

(főleg többes számban) újság, hír

νέο (το)

az újságban láttam a hirdetésüket

είδα την αγγελία σας στην εφημερίδα

előfizettem az újságra

γράφτηκα συνδρομητής στην εφημερίδα

kér egy újságot?

θα θέλατε μια εφημερίδα;

mi újság

τι γίνεται;