ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

öszvér σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
öszvér

ημίονος◼◼◼

μουλάρι◼◼◼

öszvér (1)

μουλάρι (moulári)◼◼◼