ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ösvény σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
ösvény

ατραπός

διαδρομή

πεζόδρομος

πεζόδρομος/περίπατος/μονοπάτι

περίπατος

τροχιά/διαδρομή/ροή/οδός/μονοπάτι

fösvény

τσιγκούνης

kerti ösvény

μονοπάτι

tanösvény

εκπαιδευτική κατεύθυνση

Το ιστορικό σας