ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

önjáró σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
önjáró

κινητό◼◼◼

κινητός◼◼◼

αυτοπροωθούμενος◼◼◻

Το ιστορικό σας