ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ölel σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
ölel

αγκάλιασμα

αγκαλιά

αγκαλιάζω

ασπάζομαι

ölelés

αγκάλιασμα

αγκαλιά

αγκαλιάζω

ασπασμός

felölel

κάλυψη◼◼◼

Το ιστορικό σας