ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

αγκαλιά σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
αγκαλιά

ölel

ölelés

αγκαλιάζω

csókol

ölel

ölelés

αγκαλιάζω (-σω)

átkarol