ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ökölcsapás σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
ökölcsapás

γροθιά

ököl, ökölcsapás

γροθιά (η)

ütés, ökölcsapás

μπουνιά (η)

Το ιστορικό σας