ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

γροθιά σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
γροθιά

ököl◼◼◼

ökölcsapás

γροθιά (η)

ököl, ökölcsapás

ρίχνω μια γροθιά

behúz egyet