ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

óvszer σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
óvszer

καουτσούκ◼◼◼

ελαστικό◼◼◻

προφυλακτικό

προφυλακτικό (profylaktikó)

óvszerek

προφυλακτικά

van nálad óvszer?

έχεις προφυλακτικά;

Το ιστορικό σας