ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

észt σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
észt

εσθονικά◼◼◼

Εσθονία◼◼◻

εσθονικός◼◻◻

Εσθονός

Εσθονή

Észt Köztársaság

Δημοκρατία της Εσθονίας◼◼◼

észter

εστέρας◼◼◼

Észtország

Εσθονία◼◼◼

baromfitenyésztés

πτηνοτροφία◼◼◼

beltenyésztés

ενδογαμία

csőtészta

κοφτό μακαρονάκι

doktori képzésben veszek tészt ...

κάνω το διδακτορικό μου ...

emészt

χωνεύω

emésztés

πέψη◼◼◼

χώνεψη

emésztőgödör

βόθρος

emésztőrendszer

πεπτικό σύστημα◼◼◼

felemészt

καταναλώνω

félkésztermék

ενδιάμεσο αγαθό

haltenyésztés

ιχθυοκαλλιέργεια◼◼◼

ιχθυοτροφία/ιχθυοκαλλιέργεια

jelenleg egy kurzuson veszek részt

κάνω ένα μάθημα αυτή τη στιγμή

jórészt

κυρίως◼◼◼

kagylótenyésztés

οστρακοκαλλιέργεια/καλλιέργεια μυδιών

késztermék

τελικό προϊόν◼◼◼

külterjes szarvasmarhatenyésztés

εκτατική κτηνοτροφία

madártenyésztés

ορνιθοκομία/πτηνοτροφία

makaróni, tészta

μακαρόνι (το)

masterképzésben veszek részt ...

κάνω μεταπτυχιακό ...

mezőgazdaság és szarvasmarha-tenyésztés

βιομηχανική γεωργία και κτηνοτροφία

másrészt

αφετέρου◼◼◼

τότε◼◻◻

ύστερα◼◻◻

πρώην

συγχρόνως

έπειτα

nagyrészt

κυρίως◼◼◼

ως επί το πλείστον◼◼◻

osztrigatenyésztés

οστρακοκαλλιέργεια/καλλιέργεια στρειδιών

rokonlátogatáson veszek részt

επισκέπτομαι συγγενείς

12

Το ιστορικό σας