ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

érme σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
érme

νόμισμα◼◼◼

χρήμα◼◼◻

κέρμα◼◻◻

συνάλλαγμα◼◻◻

τεμάχιο◼◻◻

επινοώ

μάρκα

aranyérme

χρυσό νόμισμα

bérmentesít

προπληρώνω

pénzérme

χρήμα◼◼◼

κέρμα◼◼◻

νόμισμα◼◼◻

επινοώ

Pénzérme

Νόμισμα◼◼◼

szemérmes

ντροπαλός

tündérmese

παραμύθι

Το ιστορικό σας