ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

én ... lakótárssal élek σημαίνει σε ελληνικά

Αποτελέσματα: én … lakótárssal élek
Θα προτιμούσα να αναζητήσω αυτό: < a href="/ουγγρικα-ελληνικα-λεξικο/%C3%A9n%20...%20lak%C3%B3t%C3%A1rssal%20%C3%A9lek?nofix" title="én ... lakótárssal élek">5$
ουγγρικάελληνικά
egy lakótárssal élek

συγκατοικώ με άλλο ένα άτομο

én ... lakótárssal élek

συγκατοικώ με άλλους ...

itt élek

ζώ εδώ

egyedül élek

zω μόνος /η μου

én ... élek

μένω ...

μένω με ...

dublinból származom, de most edinburgben élek

κατάγομαι από το δουβλίνο αλλά τώρα ζω στο λονδίνο

Το ιστορικό σας