ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

μένω με ... σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
μένω με ...

én ... élek

μένω (μείνω)

lakik, marad

μένω (μείνω), κατοικώ (-ήσω)

lakik