ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

élvezet σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
élvezet

απόλαυση◼◼◼

ευχαρίστηση

η απόλαυση, η ευχαρίστηση

ηδονή

κέφι

χαρά

Félvezető

Ημιαγωγός◼◼◼

haszonélvezet

επικαρπία◼◼◼

Το ιστορικό σας