ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ékszer σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
ékszer

κοσμήματα◼◼◼

κόσμημα◼◻◻

πετράδι

πολύτιμος λίθος

το κόσμημα

ékszerész

κοσμηματοπώλης◼◼◼

játékszer

παιχνίδι◼◼◼

piercing (testékszer)

τρύπα

vízvezetékszerelő

υδραυλικός

érzékszerv

αισθητήριο όργανο

érzékszervi tulajdonság

οργανοληπτική ιδιότητα

Το ιστορικό σας