Ενεργοποιήστε τη Javascript για να χρησιμοποιήσετε το λεξικό! Πώς να ενεργοποιήσω τη Javascript;
(pl. úttesten) περνώ (-άω, περάσω) + T▼
διασχίζω▼
μεταφορά▼
περνώ▼
σταυρός▼
σταυρώνω▼
↑