ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

átömlesztés σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
átömlesztés

μετάγγιση◼◼◼

μετάγγιση αίματος◼◼◼

vérátömlesztés

μετάγγιση◼◼◼

Το ιστορικό σας