ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ápoló (m) σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
ápoló (m)

νοσοκόμος (nosokomos)◼◼◼

νοσηλευτής (nosileftis)◼◼◻

νοσηλεύτρια (nosileftria)

νοσοκόμα (nosokoma)

Το ιστορικό σας