ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

autó σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
(autóé) το τιμόνι, (államé) η κυβέρνηση

kormány

(pl. autó) ανοίγω (-ξω) ταχύτητα

gyorsít

(pl. programot) ξεκινώ (-άω, -ήσω), (autót) βάζω (-λω) μπρος

beindít

επιβραδύνω, (autóval) κόβω (-ψω) ταχύτητα

lassít

Το ιστορικό σας