ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

lassít σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
lassít

επιβραδύνω, (autóval) κόβω (-ψω) ταχύτητα

lassíts

αργά

lassítás

επιβράδυνση◼◼◼

kérlek lassíts!

παρακαλώ πήγαινε πιο σιγά

Το ιστορικό σας