ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

beindít σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
beindít

εκκίνηση◼◼◼

έναρξη◼◼◻

αφετηρία◼◼◻

(pl. programot) ξεκινώ (-άω, -ήσω), (autót) βάζω (-λω) μπρος

Το ιστορικό σας