ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

mohó σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
mohó

άπληστος

μανιώδης

mohóság

απληστία

βουλιμία

ταμάχι

Το ιστορικό σας