ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

σου σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
σουτ

kirúgás

σουτ (το)

lövés

σουτιέν

ebédelni

melltartó

σουφισμός

szúfizmus

σουφρώνω

csíp

dézsmál

szúr

Σουχάρτο

Suharto

(darázs) τσιμπώ (-άω, -ήσω), (paprika) τσούζει (-ξει)

csíp

(fegyverrel) πυροβολώ (-ήσω), ρίχνω (ρίξω), (labdát) σουτάρω, κάνω σουτ

αβγότσουφλο

tojáshéj

Αδελφότητα του Ιησού

Jezsuiták

αίτιο (αιτιολογία) νόσου

betegség oka

αναπαύσου εν ειρήνη

nyugodjék békében

αντσούγια

ajóka

szardella

αξεσουάρ

kiegészítő◼◼◼

kellék◼◼◻

tartozék

από που είναι η καταγωγή σου;

honnan jössz?

αποχαιρέτησε τους φίλους σου!

búcsúzz el a barátaidtól!

ας μιλήσουμε στα ...

beszéljünk ...

ας τον χωρίσουμε στην μέση

felezzük el

ας υποθέσουμε ότι...

tételezzük fel, hogy...

Ασουνσιόν

Asunción

Ασσουάν

Asszuán

ατσούμπαλος

felszeg

ügyetlen

αυτό είναι το δωμάτιο σου / αυτό είναι το δωμάτιο σας

ez a te szobád; ez a szobátok

αυτό το φάρμακο θα σου κάνει καλό

ez a gyógyszer használni fog

αυτόν βρήκες να πας μαζί σου

éppen őt akarod magaddal vinni?

Αυτόνομος θύλακας Τσουκότκα

Csukcsföld

βάλε τα παπούτσια σου!

húzd fel a cipődet

Βασίλειο της Σουηδίας

Svéd Királyság◼◼◼

βγάλε το παντελόνι σου!

vedd le a nadrágodat!

βιάσου παρακαλώ!

kérem siessen!

βιάσου!

siessen

γεια σου

halló◼◼◼

helló◼◼◼

1234