ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szúr σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szúr

κεντρίζω

σουφρώνω

τρυπώ

τσούζω

szúrás

τσίμπημα

szúrós

ξινός

οξύς

beszúrás

παρεμβολή◼◼◼

napszúrás

ηλίαση (η)

szúrás

βελονιά

Το ιστορικό σας