ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

πληρώνω (-σω) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
πληρώνω (-σω)

fizet

πληρώνω (-σω) φόρο

adózik

αναπληρώνω (-σω), αντικαθιστώ (αντικαταστήσω)

helyettesít

συμπληρώνω (-σω)

kiegészít

kitölt