ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kitölt σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kitölt

ολοκληρώσει◼◼◼

συμπληρώνω (-σω)

kitöltené a regisztrációs lapot?

θα μπορούσατε να συμπληρώσετε αυτο το έντυπο;

kitöltené ezt a nyomtatványt, kérem?

μπορείτε να συμπληρώσετε αυτό το έντυπο παρακαλώ;

Το ιστορικό σας