ελληνικά | ουγγρικά |
---|---|
παράξενος (paraksenos) , παράδοξος (paradoksos) , αλλόκοτος (alokotos) . περίεργος (periergos) | |
παράπλαγο | |
παράπονο | panasz◼◼◼ |
παράπονο (το) | panasz◼◼◼ |
παράπτωμα | hiba◼◼◼ vétség◼◼◻ |
παράρτημα | melléklet◼◼◼ függelék◼◼◻ csoport◼◼◻ kiegészítő◼◼◻ létrehoz◼◻◻ kiegészítés◼◻◻ ágazat◼◻◻ üzletág◼◻◻ hajt◼◻◻ mellékel◼◻◻ járulékos◼◻◻ csatolmány◼◻◻ ág◼◻◻ alapít◼◻◻ mellék◼◻◻ szak◼◻◻ |
παράσιτα των καλλιεργειών | |
παράσιτο | élősködő◼◼◼ |
παράσιτο (βλαβερός οργανισμός) του δάσους | |
παράσιτο/ζιζάνιο/επιζωοτία/λοιμός/πανώλης | |
παράσπονδος | |
παράσταση | ábrázolás◼◼◼ ábrázol◼◼◼ képviselet◼◼◻ megjelenítés◼◼◻ |