ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

vakbél σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
vakbél

απόφυση

παράρτημα

σκωληκοειδής απόφυση

vakbélgyulladás

σκωληκοειδίτιδα

vakbélműtét

σκωληκοειδεκτομή

Το ιστορικό σας