ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ο σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
όγκος

daganat

hangerő

tumor

Όγκος

Térfogat◼◼◼

Ογκώδη απορρίμματα

nagydarab hulladék

ογκώδης

terjedelmes◼◼◼

nagy◼◻◻

οδηγάω/οδηγώ

vezet

οδήγηση

vezetés◼◼◼

οδηγία

utasítás◼◼◼

οδηγία (η)

vezetés, útmutatás

οδηγία ΕΠΕ

KHV irányelv

οδηγία της ΕΚ

EK irányelv◼◼◼

οδηγία της ΕΚ σχετικά με τα βιοκτόνα

EK irányelv a biocidekről

οδηγία της ΕΚ σχετικά με τη διάθεση των αποβλήτων

EK irányelv a hulladék ártalmatlanításról

οδηγία της ΕΚ σχετικά με την προστασία των υδάτων

EK irányelv a vízvédelemről

οδηγός

járművezető◼◼◼

útmutató◼◼◻

vezet◼◻◻

kézikönyv◼◻◻

irányít◼◻◻

kormányoz

útikalauz

illesztőprogram

οδηγός λεωφορείου

busz vezető

kamionsofőr

οδηγός σκληρού δίσκου

merevlemez

οδηγός τραίνου

mozdonyvezető

οδηγώ

hajt

vezet

(οδική) κυκλοφορία/κίνηση

forgalom

οδική πρόσβαση

bekötő út

οδικό δίκτυο

úthálózat◼◼◼

οδικός χάρτης

úti térkép

οδόβαινος (odóvenos)

rozmár

οδογέφυρα

völgyhíd

οδοκαθαριστής

utcaseprő

οδόμετρο

kilométeróra◼◼◼

οδονταλγία

fogfájás

οδοντιατρική

fogászat◼◼◼

5678