Ενεργοποιήστε τη Javascript για να χρησιμοποιήσετε το λεξικό! Πώς να ενεργοποιήσω τη Javascript;
ápoló▼◼◼◼
nővér▼
ápolónő▼
ápoló (m)▼◼◼◼
nővér (f)▼
ápolónő (f)▼
↑