ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

nővér (f) σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
nővér (f)

νοσηλευτής (nosileftis)

νοσηλεύτρια (nosileftria)

νοσοκόμα (nosokoma)

νοσοκόμος (nosokomos)

Το ιστορικό σας