ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

μέταλλο σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
μέταλλο

fém◼◼◼

metal

ásvány

érc

αλκαλιμέταλλο

alkálifém◼◼◼

αμέταλλο

nemfém

βαρύ μέταλλο

nehézfém◼◼◼

ημιμέταλλο

félfém

μη σιδηρούχο μέταλλο

vasat nem tartalmazó fém

τοξικό μέταλλο

mérgező fém◼◼◼