ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

κόβω (-ψω) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
κόβω (-ψω)(+ tárgyeset)

leszokik

κόβω (-ψω)

levág

επιβραδύνω, (autóval) κόβω (-ψω) ταχύτητα

lassít