ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

leszokik σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
leszokik

κόβω (-ψω)(+ tárgyeset)

vág, (+ tárgyeset) leszokik vmiről

κόβω

Το ιστορικό σας