ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

rákkeltő σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
rákkeltő

καρκινογόνος◼◼◼

rákkeltő anyag

καρκινογόνο(ς)

rákkeltő hatás

καρκινογένεση/ικανότητα καρκινογένεσης

rákkeltő hatás vizsgálata

δοκιμασία για ανίχνευση ικανότητας καρκινογένεσης

Το ιστορικό σας