ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

βρίσκω (βρω, βρήκα) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
βρίσκω (βρω, βρήκα)

eltalál

(vmit) μαντεύω (-ψω), βρίσκω (βρω, βρήκα)

kitalál

προμηθεύομαι (-τώ), βρίσκω (βρω, βρήκα)

beszerez