ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

αντέχω (-ξω) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
αντέχω (-ξω)

elvisel

(elvisel) αντέχω (-ξω), (tolerál) ανέχομαι (-τώ)

eltűr

(súlyt) σηκώνω (-σω), (elvisel) αντέχω (-ξω)

elbír

δεν μπορώ να διαβάσω γιατί πονάνε τα μάτια μου, (elvisel) αντέχω (-ξω)

nem bírok olvasni, mert fáj a szemem